- χάνδρα
- η, Νβλ. χάντρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάντρα — και χάνδρα, η, Ν 1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα 2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ 3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να… … Dictionary of Greek
Λεύκης, δήμος — Νέος δήμος (2.177 κάτ.) του νομού Λασιθίου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Τριάδος, Απιδίου (Μέσα Απιδίου), Αρμένων, Ζίρου, Παππαγιαννάδων και Χανδρά, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου… … Dictionary of Greek